- ανεφελος
- ἀνέφελοςἀ-νέφελος21) безоблачный
(αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.)
ἐξ ἀνεφέλου Plut. — с безоблачного неба2) неприкрытый, явный(κακόν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.)
(κακόν Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνέφελος — unclouded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέφελος — η, ο (Α ἀνέφελος, ον) ασυννέφιαστος, ξάστερος νεοελλ. μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος αρχ. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός … Dictionary of Greek
ανέφελος — η, ο ασυννέφιαστος, ξάστερος, ευτυχής: Για το γάμο τους τους ευχήθηκε βίο ανέφελο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀννέφελον — ἀνέφελος unclouded masc/fem acc sg (epic) ἀνέφελος unclouded neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέφελον — ἀνέφελος unclouded masc/fem acc sg ἀνέφελος unclouded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφέλοιο — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφέλου — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφέλῳ — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀννεφέλοιο — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀννεφέλοισιν — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀννεφέλου — ἀνέφελος unclouded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)